- ποικιλόχροος
- ποικῐλό-χροος, ον, = sq., Lyd.Ost.10b, Aët.15.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλόχροος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόχροον — ποικιλόχροος masc/fem acc sg ποικιλόχροος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλοχρόοις — ποικιλόχροος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλοχρόου — ποικιλόχροος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλοχρόων — ποικιλόχροος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόχροα — ποικιλόχροος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόχροοι — ποικιλόχροος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλστρεμερία — (alstroemeria).Γένος ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των αμαρυλλιδών, ιθαγενών της Νότιας Αμερικής. Έχουν ρίζες κονδυλώδεις που τρώγονται, πλούσιες σε άμυλο. Ο βλαστός τους είναι λεπτός και μερικές φορές έρπει στο έδαφος. Τα άνθη τους… … Dictionary of Greek